- μαρτυροποίημα
- μαρτῠροποί-ημα, ατος, τό,A statement on oath, affidavit, POxy.1114.23 (iii A.D.), BGU1093.22 (iii A.D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαρτυροποίημα — μαρτυροποίημα, τὸ (Α) [μαρτυροποιώ] ένορκη διαβεβαίωση, κατάθεση … Dictionary of Greek